- ἐπακολουθητικός
- ἐπακολουθητικόςcapable of followingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επακολουθητικός — ἐπακολουθητικός, ή, όν (Α) [επακολουθώ] ο ικανός ή κατάλληλος ή αρμόδιος να επακολουθεί («ἐπακολουθητική δύναμις», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ἐπακολουθητική — ἐπακολουθητικός capable of following fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακολουθητικήν — ἐπακολουθητικός capable of following fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακολουθητικῶς — ἐπακολουθητικός capable of following adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)